- ετοιμοφθόρος
- ἑτοιμοφθόρος, -ον (Α)(με ενεργσημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» — ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ετοιμόφθορος), που τής προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. λυσιτόκος - λυσί-τοκος)].
Dictionary of Greek. 2013.