ετοιμοφθόρος

ετοιμοφθόρος
ἑτοιμοφθόρος, -ον (Α)
(με ενεργ
σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» — ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ετοιμόφθορος), που τής προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. λυσιτόκος - λυσί-τοκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετοιμόφθορος — ἑτοιμόφθορος, ον (Α) (με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυς ὁ ἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ φθορος «ναυαγός»] …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ηνιοστρόφος — ἡνιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”